Τι είναι οι κοιλιακές αρρυθμίες
Οι κοιλιακές αρρυθμίες αποτελούν αρρυθμίες που ξεκινούν από τις κοιλίες (κάτω κοιλότητες της καρδιάς), οι οποίες είναι υπεύθυνες για την άντληση αίματος στους πνεύμονες και το υπόλοιπο σώμα του ασθενούς. Κατά συνέπεια, επί κοιλιακής ταχυκαρδίας, ο ασθενής μπορεί να νιώθει αίσθημα παλμών, αλλά λόγω της μειωμένης καρδιακής παροχής μπορεί να ζαλιστεί, να λιποθυμήσει και, επί εκφύλισης της κοιλιακής ταχυκαρδίας σε κοιλιακή μαρμαρυγή, να υποστεί αιφνίδιο καρδιακό θάνατο.
Οι κοιλιακές αρρυθμίες διακρίνονται σε αυτές που επισυμβαίνουν επί μιας, κατά τ’άλλα, υγιούς καρδιάς (όταν δεν έχει βρεθεί κάποια παθολογία μετά από εκτεταμένο έλεγχο) και ονομάζονται ιδιοπαθείς και σε αυτές που επισυμβαίνουν σε ασθενείς με δομική καρδιοπάθεια (π.χ. παλαιό έμφραγμα μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, κ.ά.). Αυτές μπορεί να εμφανίζονται υπό τη μορφή μονήρων εκτάκτων κοιλιακών συστολών ή ριπών (βραχείας ή μακράς διάρκειας) κοιλιακής ταχυκαρδίας.
Σκοπός της κατάλυσης (ablation) κοιλιακής αρρυθμίας
Σε ασθενείς με ιδιοπαθή κοιλιακή αρρυθμία η κατάλυση ενδείκνυται για έλεγχο των συμπτωμάτων σε ασθενείς που έχουν συμπτώματα παρά τη μέγιστη ανεκτή δόση αντιαρρυθμικών φαρμάκων ή σε ασθενείς που δεν επιθυμούν να λαμβάνουν δια βίου αντιαρρυθμική αγωγή.
Σε ασθενείς με κοιλιακή ταχυκαρδία σε έδαφος δομικής καρδιοπάθειας σκοπός της επέμβασης είναι η ανακούφιση των συμπτωμάτων και η μείωση εκφορτίσεων του απινιδωτή.
Πώς γίνεται η επέμβαση
Η εξέταση γίνεται συνήθως υπό γενική αναισθησία ή καταστολή και διαρκεί 3-4 ώρες. Ο ασθενής προσέρχεται στο αιμοδυναμικό εργαστήριο σε κατάσταση νηστείας και ,αφού παρακεντηθεί συνήθως η μηριαία φλέβα, (ή και η μηριαία αρτηρία σε περίπτωση κοιλιακής ταχυκαρδίας από την αριστερή κοιλία) στη βουβωνική χώρα του ασθενούς, μετά κάλυψη του σώματος με αποστειρωμένο σεντόνι και χορήγηση τοπικής αναισθησίας, προωθούνται λεπτοί καθετήρες χαρτογράφησης και κατάλυσης στην καρδιά του ασθενούς διαμέσου θηκαριών (λεπτών πλαστικών σωλήνων) που τοποθετούνται στο σημείο παρακέντησης.
Χρησιμοποιείται σύστημα τρισδιάστατης ηλεκτροανατομικής χαρτογράφησης για τον ακριβέστερο εντοπισμό, είτε της εστίας παθολογικής ηλεκτρικής εκφόρτισης (στις ιδιοπαθείς κοιλιακές αρρυθμίες, βλ. Εικόνα 1), είτε του παθολογικού βραχυκυκλώματος (σε ασθενείς με κοιλιακή ταχυκαρδία σε έδαφος δομικής καρδιοπάθειας, βλ. Εικόνα 2). Αφού καθοριστεί με ακρίβεια ο μηχανισμός και η υπεύθυνη περιοχή, προχωρούμε σε καυτηριασμό του υπεύθυνου σημείου ή κυκλώματος με χρήση καθετήρα ραδιοσυχνοτήτων.
Ο ασθενής παραμένει κλινήρης για περίπου 4 ώρες και παίρνει εξιτήριο την επόμενη ημέρα. Μπορεί να επανέλθει στη πρότερη φυσική του δραστηριότητα μετά διάστημα 7 περίπου ημερών.
Η κατάλυση ιδιοπαθούς κοιλιακής αρρυθμίας παρουσιάζει ποσοστό επιτυχίας 85%-90% και ο ασθενής μπορεί να διακόψει την αντιαρρυθμική αγωγή μετά την επέμβαση. Σε περίπτωση δομικής καρδιοπάθειας το ποσοστό επιτυχίας μειώνεται στο 70% περίπου. Το ποσοστό επιπλοκών είναι περίπου 1% για την κατάλυση ιδιοπαθούς κοιλιακής αρρυθμίας και 2%-5% για την κατάλυση ταχυκαρδίας σε έδαφος δομικής καρδιοπάθειας. Ενδεικτικές πιθανές επιπλοκές είναι αιμάτωμα στο σημείο παρακέντησης, καρδιακός επιπωματισμός και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.